ἐπωνύμους

ἐπωνύμους
ἐπώνυμος
given as a significant name
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • BAJAE — civitas Campaniae, secus mare sita, a Baio Ulyssis socio illic sepulto. Strab. l. 5. Τὰς δὲ Βαΐας ἐπωνύμους εἶναι λέγουςι Βαίου, καὶ τὸ Μιςηνὸν Μιςηνοὺ τῶ Ο᾿δυςςέως ἑταίρων τινῶν. Sil. Italicus l. 12. v. 113. Ille tepentes Unde ferant nomen Baiae …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PLANETAE — I. PLANETAE Herodot. et Plinio, vide Planctae. II. PLANETAE stellae erraticae multis, Nigidio Errones dicti, apud A. Gellium, l. 14. c. 1. quinque antiquis tantum fuêre, a Veterib. Astrologis, in tres sectas, Chaldaicam, Aegyptiacam et Graecam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • POLEMON — I. POLEMON Philosophus Atheniensis, Academicus, Philostrati fil. qui cum in iuventute petulans esset, et aliquando ebrius et coronatus, Xenocratis scholam ingressus fuisset, eius oratione, quae tunc de pudicitia erat, adeo mores immutavit,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… …   Dictionary of Greek

  • Διόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθηματικός (τέλη 5ου αι. – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σώζονται τα έργα του Έκθεσις Διοδώρου περί σταθμών, το οποίο πραγματεύεται τρόπους μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας, και Περί σταθμών, στο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Μίλιος Ζουπανοπολίτης — (18ος 19ος αι.). Ο κυριότερος εκπρόσωπος της ελληνικής λαϊκής γλυπτικής και ένας από τους λιγοστούς επώνυμους λαϊκούς καλλιτέχνες. Γεννήθηκε στο Ζουπάνι (σημερινό Πεντάλοφο) των ηπειρομακεδονικών συνόρων και δούλεψε στα χωριά του Πηλίου κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • χρονολόγηση (και χρονολογία) — Επιστήμη της οποίας σκοπός είναι η συσχέτιση γεγονότων που έγιναν στο παρελθόν και η τοποθέτησή τους μέσα στον χρόνο. Η χ. βρίσκει τη μεγαλύτερη εφαρμογή της μέσα στον ευρύτατο χώρο των ιστορικών μελετών, στη γεωλογία, στην προϊστορία και στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”